οπλίτης

οπλίτης
Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο θώρακας με τη μήτρα, ο ζωστήρας, το ξίφος, η μεγάλη ασπίδα, η κόρυ (κυνέη, κράνος, περικεφαλαία) και το δόρυ. Ο Όμηρος ονομάζει τους ο. ασπιστές, από τη μεγάλη ασπίδα τους, και προμάχους επειδή πολεμούσαν επικεφαλής του άλλου στρατού. Όλοι οι στρατοί των ελληνικών πόλεων αποτελούνταν κυρίως από ο. Στη Σπάρτη μάλιστα όλοι οι πολίτες ήταν ο. και, από τους περίοικους μόνο οι λογάδες. Αργότερα, όταν μειώθηκε ο αριθμός των πολιτών, οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να κατατάξουν περισσότερους περίοικους στους o., στη διάρκεια μάλιστα του Πελοποννησιακού πόλεμου κατατάξανε σε αυτούς και πολλούς είλωτες, τους οποίους αργότερα κήρυξαν ελεύθερους. Στην Αθήνα επίσης όλοι οι πολίτες ήταν o., ψιλοί δε ήταν οι πολύ φτωχοί, οι θήτες και οι μέτοικοι. Την ίδια τακτική ακολουθούσαν και στις άλλες ελληνικές πόλεις της Μακεδονίας και της Ηπείρου, αργότερα δε την υιοθέτησαν και το Βυζάντιο και η Ρώμη. Σήμερα, στον ελληνικό στρατό, ο. λέγονται οι απλοί στρατιώτες και υπαξιωματικοί όλων των όπλων, για να διακρίνονται από τους ανώτερους βαθμοφόρους, τους αξιωματικούς. Οπλίτης, σε αγγείο του 5ου π.Χ. αιώνα, που βρίσκεται στο Λούβρο.
* * *
ο (ΑΜ ὁπλίτης, θηλ. ὁπλῑτις)
νεοελλ.
1. στρ. απλός στρατιώτης, άνδρας που ανήκει στην κατώτατη βαθμίδα τής στρατιωτικής ιεραρχίας
2. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών, τα οποία έζησαν κατά το ανώτερο ιουρασικό και το κατώτερο κρητιδικό
μσν.
ένοπλος στρατιώτης
αρχ.
1. πολεμιστής βαριά εξοπλισμένος ο οποίος έφερε δόρυ, θώρακα και μεγάλη ασπίδα, σε αντιδιαστολή προς τον ψιλό, τον ιππέα, τον τοξότη και τον γυμνήτη («σὺν τοῑς ὁπλίτησι και ψιλοῑσι», Ηρόδ.)
2. αυτός που έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα, σε αντιδιαστολή προς τον βάναυσο, δηλ. τον ανελεύθερο («βάναυσοι μὲν ἐξέρχονται πολλοὶ τὸν ἀριθμόν, ὁπλῑται δὲ ὀλίγοι», Αριστοτ.)
3. συν. στον πληθ. οἱ ὁπλῑται
οι ένοπλοι άνδρες σε ολιγαρχικά πολιτεύματα, οι ευμενώς διακείμενοι προς αυτά, σε αντιδιαστολή προς τον δήμο
4. ως επίθ. αυτός που φέρει όπλα, ένοπλος, οπλισμένος («πάντ' ἄνδρ' ὁπλίτην ἁρμάτων τ' ἐπεμβάτην», Ευρ.)
5. φρ. α) «ὁπλίτης στρατός» — οπλισμένη στρατιωτική δύναμη
β) «ὁπλίτης κόσμος» — τα όπλα, τα άρματα
γ) «ὁπλίτης δρόμος» — η οπλιτοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. πολ-ίτης / -ῖτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁπλίτης — ὁπλί̱της , ὁπλίτης heavy armed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλίτης — ο 1. ο στρατιώτης και μάλιστα του πεζικού: Ημερήσια διαταγή προς τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες. 2. στους αρχαίους, ο βαριά οπλισμένος στρατιώτης (αντίθ. ψιλός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁπλῖτα — ὁπλίτης heavy armed masc voc sg ὁπλίτης heavy armed masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλῖται — ὁπλίτης heavy armed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καραμπινιέρος — ο 1. στρατιώτης οπλισμένος με καραμπίνα 2. ιππέας που ανήκει στο βαρύ ιππικό, καραμπινοφόρος 3. οπλίτης τού σώματος τής ιταλικής χωροφυλακής, Ιταλός χωροφύλακας 4. οπλίτης τού σώματος τής ισπανικής τελωνοφυλακής, τελωνοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ …   Dictionary of Greek

  • οπλιτεύω — ὁπλιτεύω (Α) [οπλίτης] 1. υπηρετώ ως οπλίτης, δηλ. ως βαριά οπλισμένος στρατιώτης 2. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁπλιτεύοντες αυτοί που υπηρετούν ως οπλίτες, οι στρατευόμενοι 3. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

  • οπλιτικός — ή, ό (Α ὁπλιτικός, ή, όν) [οπλίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που είναι κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλιτική η τέχνη τού να είναι κανείς οπλίτης, δηλ. να χειρίζεται… …   Dictionary of Greek

  • στρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, ώτιδος, ΜΑ απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς νεοελλ. 1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος τού στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός 2.… …   Dictionary of Greek

  • συνοπλίτης — ὁ, Μ αυτός που υπηρετεί ως οπλίτης μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁπλίτης «πολεμιστής, στρατιώτης»] …   Dictionary of Greek

  • συνοπλιτεύω — ΜΑ υπηρετώ ως οπλίτης μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁπλιτεύω «υπηρετώ ως οπλίτης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”